- ὠμοτόκος
- ὠμοτόκοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωμοτόκος — ον, Α 1. αυτός που γεννά πρόωρα, που αποβάλλει 2. (για τις ωδίνες) αυτός που συνοδεύει πρόωρο τοκετό («θῆρες ἐν οὔρεσι πολλάκι σεῑο ὠμοτόκους ὠδῑνας ἀπηρείσαντο λέαιναι», Καλλ.) 3. μτφ. (για αμπέλι) αυτός τού οποίου τα σταφύλια δεν ωριμάζουν… … Dictionary of Greek
ὠμοτόκοιο — ὠμότοκος bringing forth immature offspring masc/fem/neut gen sg (epic) ὠμοτόκος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοτόκοις — ὠμότοκος bringing forth immature offspring masc/fem/neut dat pl ὠμοτόκος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοτόκου — ὠμότοκος bringing forth immature offspring masc/fem/neut gen sg ὠμοτόκος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοτόκους — ὠμότοκος bringing forth immature offspring masc/fem acc pl ὠμοτόκος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωμοτοκία — ἡ, Α [ὠμοτόκος] ὠμοτοκετός* … Dictionary of Greek
ωμοτοκώ — έω, ΜΑ [ὠμοτόκος] γεννώ πρόωρα, αποβάλλω («ὠμοτοκοῡσαι καὶ νεκρὰ τίκτουσαι», Διον. Αλ.) … Dictionary of Greek
ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek